μετακόνδυλοι

μετακόνδυλοι
μετακόνδυλοι, οι (Α)
1. οι τελευταίες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους, τους αρμούς, τα κότσια («τὰ ὀστᾱ τῶν δακτύλων σκυταλίδες καὶ φάλαγγες
τὰ δὲ πρῶτα ἄρθρα προκόνδυλοι
τὰ δὲ ἑξῆς κόνδυλοι
τὰ δὲ τελευταῑα μετακόνδυλοι», Ρούφ.)
2. (κατά τον Σωρανό) οι πρώτες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους
3. (κατά τον Ησύχ.) «μετακόνδυλοι
τὸ μεταξύ τῶν κονδύλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κόνδυλος «άρθρωση» (πρβλ. μονο-κόνδυλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετακόνδυλοι — the last phalanges (including knuckles) of the fingers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετακόνδυλα — μετακόνδυλα, τὰ (Α, Μ μετακονδύλια) οι μετακόνδυλοι* («τὰ δ ἐπὶ τῷ μετακαρπίῳ πρὸ τῶν κονδύλων μετακόνδυλα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμαένος τ. τού μετακόνδυλοι με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”